- διαταράκτης
- ο нарушитель спокойствия, смутьян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαταράκτης — ο αυτός που διαταράσσει την τάξη, ο ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek